- παράθεση
- παράθεσις, ἡ, ΜΑ [παρατίθημι]1. η τοποθέτηση δύο ή περισσότερων πραγμάτων κοντά κοντά2. παραβολή, σύγκριση3. (σχετικά με φαγητά) προσφορά, σερβίρισμα (α. «παράθεση γεύματος» β. «ἔδωκεν ἐν αὐταῑς ἡγουμένους καὶ παραθέσεις βρωμάτων», ΠΔ)4. (σχετικά με χωρίο κειμένου) αναφορά, έκθεση ή απομνημόνευση λέξεων ή φράσεωννεοελλ.1. όρος τής πρότασης, ουσιαστικό ή αντωνυμία, συνήθως προσωπική ή δεικτική που προσδιορίζει ομοιοπτώτως έναν άλλον όρο, ένα ουσιαστικό, στον οποίο προσθέτει ένα γενικότερο νόημα ή απλώς τόν χαρακτηρίζει (α. «Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι» β. «Δαρείος ὁ βασιλεύς»)2. ο σχηματισμός τών παραθετικών επιθέτων και επιρρημάτων3. αρχιτ. (στους Βυζαντινούς) χαμηλό ξύλινο ή μεταλλικό φράγμα το οποίο προστάτευε ανοιχτό χώρο, όπως τού γυναικωνίτη, αλλ. θωράκιο4. χημ. χημική ένωση ανώτερου βαθμούαρχ.1. το παρατιθέμενο γεύμα («τοὺς διακόνους τοὺς τὰς παραθέσεις φέροντας», ΠΔ.)2. γραμμ. α) το να τίθεται κάτι εκ παραλλήλου, όπως στη σύνθεση ονομάτων το πρώτο με το δεύτερο συνθετικό, δηλ. χωρίς μεταβολή τού πρώτουβ) προσθήκη προσδιοριστικού («παράθεσις προθετική» — προσθήκη εμπρόθετου προσδιορισμού, Απολλ. Δύσκ.)γ) το παράδειγμα3. εναποθήκευση («παράθεσις οἴνου καὶ ἀκροδρύων», Διόδ.)4. το μέρος τής εναποθήκευσης, η αποθήκη5. παροχή συμβουλής σε κάποιον6. είδος πάλης.
Dictionary of Greek. 2013.